τετρ(α)-

τετρ(α)-
ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα- και θεσσαλ. τ. πετρο-, Α
α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό είναι, υπάρχει ή γίνεται τέσσερεις φορές (πρβλ. τετρά-γωνος, τετρα-ήμερος, τετραπλάσιος). Εξάλλου, σε ορισμένα σύνθ. τής Νέας Ελληνικής, κυρίως, λειτουργεί ως επιτατ. τής έννοιας τού β' συνθετικού (πρβλ. τετρά-γερος, τετρά-παχος). Ανάλογη χρήση αριθμητικών προς επίταση τής έννοιας τού β' συνθετικού απαντά και στα πεντα- (πρβλ. πεντα-κάθαρος) και τρισ- (πρβλ. τρισ-ευτυχισμένος). Στη Νέα Ελληνική, χρησιμοποιείται και ως πρόθημα χημικών όρων, το οποίο υποδηλώνει την παρουσία ενός ατόμου ή μιας χαρακτηριστικής ομάδας τέσσερεις φορές σε μια χημική ένωση (πρβλ. τετρααιθυλιούχος μόλυβδος, τετραβορικό οξύ, τετραχλωράνθρακας), εμφανίζεται συνήθως σε ξεν. όρους που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια και ανάγεται στα αγγλ. tetr(a)-, γαλλ. tetr(a)- (< λατ. tetr(a)- < τετρ(α)-).Σύνθ. με α' συνθετικό τετρ(α)-: τετράγγουρο, τετραγενής, τετράγλωσσος, τετράγναθος, τετραγράμματος, τετράγωνος, τετραδάκτυλος, τετράδραχμος, τετράδυμος, τετράεδρος, τετραετής, τετραήμερος, τετρακέρατος, τετράκερως, τετρακέφαλος, τετράκλινος, τετράκυκλος, τετράκωλος, τετραλογία, τετραμερής, τετράμετρος, τετράμηνος, τετράοδος, τετραπλάσιος, τετράπλευρος, τετραπλός, τετράποδος, τετράπολις, τετράπους, τετράπτερος / -φτερος, τετράπτυχος, τετράπυλος, τετράρχης, τετράσημος, τετρασκελής, τετράστιχος, τετράστοιχος, τετράστοος, τετράστυλος, τετρασύλλαβος, τετράτομος, τετράτροχος, τετράφυλλος, τετραώροφος
αρχ.
τετραβάμων, τετραβαρής, τετραβόειος, τετραβόλος, τετράβυρσος, τετράγηρυς, τετράγκων, τετραγλώχις, τετραγονία, τετραγραμμιαίος, τετράγυος, τετράδερμα, τετράδωρος, τετραέλαστος, τετραέλικτος, τετραελίκωπες, τετραέλιξ, τετράενος, τετραεξηκοστόν, τετραερμής, τετράετα, τετραετηρία, τετραέτηρος, τετραζυγής, τετράζυγος, τετράζυξ, τετραθέλυμνος, τετράθετος, τετράθηρος, τετρακίων, τετράκλαστος, τετράκνημος, τετρακνίδιον, τετρακόλουρος, τετρακόρη, τετρακόρυμβος, τετρακόρυφος, τετρακότυλος, τετρακυμία, τετρακωμία, τετράλινον, τετραμέτρητος, τετραμήνιος, τετραμιγής, τετραμναίος, τετράμνους, τετράμοιρος, τετράμορος, τετράμυρον, τετράμφοδον, τετράμφορος, τετράνομον, τετραντιαίος, τετρανυκτία, τετραξεστιαίος, τετράξοος, τετράξων, τετραοίδιος, τετραόργυιος, τετράπαλαι, τετράπεδος, τετράπεζος, τετράπηχυς, τετραπλατεία, τετράπλεθρος, τετράπνης, τετράπνους, τετραπόδης, τετράπολος, τετράπτιλος, τετράπτωτος, τετραπύργιος, τετραπώγων, τετράριθμος, τετράουρος, τετράρραβδος, τετράρριζος, τετράρρινος, τετράρρυθμος, τετράρρυμος, τέτραρχος, τετράσειρον, τετρασίριον, τετράσκαλμος, τετράσσαρον, τετραστάσιος, τετραστάτηρος, τετράστεγος, τετράστροφος, τετρασχιδής, τετράσχιστος, τετράσχοινος, τετράσωμος, τετράτονος, τετράτρυφος, τετραυγής, τετραΰφαντος, τετραφαλαγγία, τετραφάληρος, τετράφαλος, τετράφορος, τετραφύλακος, τετράφυλος, τετράχαλκον, τετράχειρ, τετράχηλος, τετραχίτων, τετραχοίνικος, τετραχοίνιξ, τετράχορδος, τετράχρονος, τετράχυτρος, τετράχωρος, τετραώνυμος, τετράωτος, τετρήρης, τετρόμματος, τετρώβολος, τετρωδούμαι, τέτρωρον, τετρώρυγος
αρχ.-μσν.
τετράβιβλος, τετράβραχυς, τετράγραμμος, τετράδερμον, τετράειδος, τετράζευκτος, τετράθυρος, τετρακάμαρος, τετρακιόνιον, τετρακόρωνος, τετράκωμος, τετράμορφος, τετράορος, τετραούγκιον, τετραπάλα(ι)στος, τετράπορος, τετραπρόσωπος, τετράπωλος, τετράρρυμος, τετράσειρος, τετραστάδιος, τετράστομος, τετράτροπος, τετραφάρμακος, τετραφυής, τετράχους
μσν.
τετραβασίλειον, τετραβόλος, τετραγαμία, τετράγιος, τετράδρομον, τετράεντον, τετραθεΐα, τέτραθλος, τετραΐστορον, τετράκλιμος, τετρακογχώματα, τετράλεκτος, τετραμόδιον, τετράνυμφον, τετραπέδιλος, τετράπλοκος, τετράπορτος, τετραπόταμος, τετράπυργος, τετρασώματος, τετράταρσος, τετραϋπόστατος, τετραχειρόποδες, τετραχθόνευτος, τετρόφθαλμος
μσν.- νεοελλ.
τετράβηλο(ν), τετράδιπλος, τετράηχος, τετραώδιο(ν)
νεοελλ.
τετραβράγχια, τετράγκαθο, τετράγκωνος, τετραγυνία, τετράδους, τετραδυναμία, τετραεμβόλιο, τετραευαγγέλιο, τετραθεϊσμός, τετράθεο(ν), τετρακίδαρις, τετρακινητήριος, τετράκλωνος, τετρακτινωτοί, τετρακυκλικός, τετραμελής, τετράμπουλο, τετρανδρία, τετράνυχος, τετραξονικός, τετράξυλο, τετράπατος, τετραπερασμένος, τετραπέρατος, τετραπληγία, τετραπνεύμονα, τετράπολο, τετράπρακτος, τετράρρυγχος, τετρασέλιδος, τετρασέπαλος, τετρασθενής, τετρασπόριο, τετράστηλος, τετρατομικός, τετραφτέρουγος, τετράφωνος, τετραχαίνιο, τετράχειρος, τετράχηλο, τετράχορος, τετράχρωμος, τετραωδία, τετράωρος.Παραδείγματα λ. με επιτατ. τετρ(α)-: τετράγερος, τετραδύστυχος, τετράξανθος, τετράπαχος, τετράπλατος, τετράψηλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τετράπεδος — (I) ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερεις επιφάνειες ή από τέσσερεις πλευρές, τετράγωνος («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», Διόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. ὑψί πεδος]. (II) ον, Α αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • τετράφυλλος — η, ο / τετράφυλλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που αποτελείται από τέσσερα φύλλα («τετράφυλλη πόρτα») νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η τετράφυλλος βοτ. σύνθετο παλαμοειδές φύλλο με τέσσερα φυλλάρια τα οποία εκφύονται από το ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • τετράχορος — ο, Ν είδος χορού, κν. καντρίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χορός. Η λ. είναι απόδοση τού γαλλ. quadrille «καντρίλια» (< quadr «τετρ(α) ») και μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • τετραβόλος — ἡ, Α θηλυκό ζώο που γέννησε τέσσερεις φορές («ὄνοι θήλειαι τετραβόλοι», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πρωτο βόλος]. ὁ, Μ είδος πολεμικής βλητικής μηχανής («τριβόλους τε καὶ τετραβόλους καὶ χελώνας»,… …   Dictionary of Greek

  • τετρακέρατος — η, ο / τετρακέρατος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τέσσερα κέρατα νεοελλ. αυτός που έχει τέσσερεις κεραίες μσν. αυτός που αξίζει τέσσερα κεράτια, τέσσερα καράτια («ἐπὶ τόκῳ τετρακεράτῳ τὸ νόμισμα ἀνὰ χρυσίου λιτρῶν δώδεκα», Θεοφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Τετρακόρη — ἡ, Α προσωνυμία τής Περσεφόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κόρη] …   Dictionary of Greek

  • εκτάρι — το [γαλλ. hectare] εκτάριον, μονάδα μετρήσεως επιφανειών ίση με δέκα βασιλικά στρέμματα (10.000 τετρ. μέτρα), έκταση που ισοδυναμεί με τετράγωνο πλευράς εκατό μέτρων …   Dictionary of Greek

  • ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… …   Dictionary of Greek

  • ευθύωρος — εὐθύωρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ευθεία κατεύθυνση 2. (το ουδ. ως επίρρ.) εὐθύωρον α) ευθύς, αμέσως («εὐθύωρον θνῄσκει», Προκ.) β) σε ευθεία διεύθυνση («ἄγει δὲ αὐτὸς εὐθύωρον ἐπὶ τὴν κοίτην τοῡ δράκοντος πνεῡμα θεῑον», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ευόροφος — εὐόροφος, ον (Α) αυτός που έχει καλή οροφή, που στεγάζεται καλά («εὐορόφους θαλάμους» Σχόλ. Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Χαλαρό σύνθετο < ευ + οροφος < όροφος (πρβλ. αν όροφος, τετρ όροφος). Τά σύνθετα τού οροφος γράφονται κανονικώς με ω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”